- μεϊντάνι
- το-ιού (λ. τουρκ.)1. η πλατεία, ομαλό ανοιχτό μέρος.2. φρ., «Βγήκε στο μεϊντάνι», κάνει άσωτη ζωή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεϊντάνι — το 1. πλατεία πόλης ή χωριού 2. ομαλό ανοιχτό μέρος, πλάτωμα, αλώνι 3. φρ. «βγαίνω στο μεϊντάνι» φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι, βγαίνω στη δημοσιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meydan] … Dictionary of Greek
καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… … Dictionary of Greek
Λουτράκι — I Παράλια πόλη (υψόμ. 51 μ., 11.383 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στην ακτή του Κορινθιακού κόλπου, στους πρόποδες των Γερανείων ορέων. Αποτελεί έδρα του δήμου Λουτρακίου Περαχώρας. Η περιοχή είναι γνωστή για το ξηρό κλίμα της καθώς και… … Dictionary of Greek
maidan — MAIDÁN, maidane, s.n. Teren deschis, loc viran situat în interiorul sau la marginea unei localităţi. ♢ expr. (pop.) A scoate (sau a ieşi) la maidan = a scoate sau a ieşi la vedere; a (se) arăta, a (se) face cunoscut. A bate maidanul ( sau… … Dicționar Român